- χιλεύουσι
- χιλεύωsupply with fodderpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)χιλεύωsupply with fodderpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιλεύω — Α [χιλός] 1. εφοδιάζω με ζωοτροφές («τούτοις καὶ τοὺς βοῡς καὶ τὰ ὑποζύγια χιλεύουσι καὶ ἀνατρέφουσι», Θεόφρ.) 2. (αμτβ.) βόσκω 3. μτφ. (σχετικά με στρατό) τροφοδοτώ … Dictionary of Greek